Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
προαναπληρόω
προαναπνέω
View word page
προαναξέω
scrape first

ShortDef

scrape first

Debugging

Headword:
προαναξέω
Headword (normalized):
προαναξέω
Headword (normalized/stripped):
προαναξεω
IDX:
72892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72893
Key:

Data

{'content': 'scrape first'}