Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
προαναπηδάω
προαναπίπτω
προαναπλάσσω
προαναπλέω
View word page
προαναμαλάσσω
soften, relax beforehand

ShortDef

soften, relax beforehand

Debugging

Headword:
προαναμαλάσσω
Headword (normalized):
προαναμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προαναμαλασσω
IDX:
72890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72891
Key:

Data

{'content': 'soften, relax beforehand'}