Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληστος
ἀνεπιλόγιστος
ἀνεπίλυτος
ἀνεπιμέλητος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπιμιξία
ἀνεπίμομφος
View word page
ἀνεπίκρυπτος
unconcealed
ShortDef
unconcealed
Debugging
Headword:
ἀνεπίκρυπτος
Headword (normalized):
ἀνεπίκρυπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικρυπτος
IDX:
7288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7289
Key:
Data
{'content': 'unconcealed'}