Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
προαναπαύω
προαναπειράομαι
προαναπέμπω
View word page
προαναλίσκω
to use up
ShortDef
to use up
Debugging
Headword:
προαναλίσκω
Headword (normalized):
προαναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
προαναλισκω
IDX:
72886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72887
Key:
Data
{'content': 'to use up'}