Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
προαναξηραίνω
View word page
προαναλαμβάνω
lift up first

ShortDef

lift up first

Debugging

Headword:
προαναλαμβάνω
Headword (normalized):
προαναλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προαναλαμβανω
IDX:
72883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72884
Key:

Data

{'content': 'lift up first'}