Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
προαναξέω
View word page
προανακρούομαι
push back before, forestall

ShortDef

push back before, forestall

Debugging

Headword:
προανακρούομαι
Headword (normalized):
προανακρούομαι
Headword (normalized/stripped):
προανακρουομαι
IDX:
72882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72883
Key:

Data

{'content': 'push back before, forestall'}