Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
προαναμιμνήσκω
View word page
προανακρίνω
to examine before

ShortDef

to examine before

Debugging

Headword:
προανακρίνω
Headword (normalized):
προανακρίνω
Headword (normalized/stripped):
προανακρινω
IDX:
72881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72882
Key:

Data

{'content': 'to examine before'}