Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
προαναμαλάσσω
View word page
προανακουφίζω
float up beforehand

ShortDef

float up beforehand

Debugging

Headword:
προανακουφίζω
Headword (normalized):
προανακουφίζω
Headword (normalized/stripped):
προανακουφιζω
IDX:
72880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72881
Key:

Data

{'content': 'float up beforehand'}