Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
προαναλογίζω
προανάλωμα
View word page
προανακόπτω
cut away first

ShortDef

cut away first

Debugging

Headword:
προανακόπτω
Headword (normalized):
προανακόπτω
Headword (normalized/stripped):
προανακοπτω
IDX:
72879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72880
Key:

Data

{'content': 'cut away first'}