Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
προαναλείφω
προαναλίσκω
προαναλογία
View word page
προανακλίνω
push back first

ShortDef

push back first

Debugging

Headword:
προανακλίνω
Headword (normalized):
προανακλίνω
Headword (normalized/stripped):
προανακλινω
IDX:
72877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72878
Key:

Data

{'content': 'push back first'}