Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
προανακόπτω
προανακουφίζω
προανακρίνω
προανακρούομαι
προαναλαμβάνω
προαναλέγω
View word page
προανακινέω
to stir up before

ShortDef

to stir up before

Debugging

Headword:
προανακινέω
Headword (normalized):
προανακινέω
Headword (normalized/stripped):
προανακινεω
IDX:
72874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72875
Key:

Data

{'content': 'to stir up before'}