Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληστος
ἀνεπιλόγιστος
ἀνεπίλυτος
ἀνεπιμέλητος
ἀνεπίμικτος
View word page
ἀνεπικούρητος
without succour
ShortDef
without succour
Debugging
Headword:
ἀνεπικούρητος
Headword (normalized):
ἀνεπικούρητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικουρητος
Intro Text:
without succour
IDX:
7286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7287
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "without succour" }