Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
προανακοινόομαι
View word page
προαναισχυντέω
to be shameless on behalf of
ShortDef
to be shameless on behalf of
Debugging
Headword:
προαναισχυντέω
Headword (normalized):
προαναισχυντέω
Headword (normalized/stripped):
προαναισχυντεω
IDX:
72868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72869
Key:
Data
{'content': 'to be shameless on behalf of'}