Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
προανακαθαίρω
προανάκειμαι
προανακεφαλαίωσις
προανακήρυξις
προανακηρύσσω
προανακινέω
προανακινητέον
προανακλαίομαι
προανακλίνω
View word page
προαναισιμόω
to use up, spend before

ShortDef

to use up, spend before

Debugging

Headword:
προαναισιμόω
Headword (normalized):
προαναισιμόω
Headword (normalized/stripped):
προαναισιμοω
IDX:
72867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72868
Key:

Data

{'content': 'to use up, spend before'}