Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
προαναισχυντέω
View word page
προαναδίδωμι
hand in beforehand

ShortDef

hand in beforehand

Debugging

Headword:
προαναδίδωμι
Headword (normalized):
προαναδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προαναδιδωμι
IDX:
72858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72859
Key:

Data

{'content': 'hand in beforehand'}