Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
προαναίρεσις
προαναιρέω
προαναισιμόω
View word page
προανάγω
to lead up before
ShortDef
to lead up before
Debugging
Headword:
προανάγω
Headword (normalized):
προανάγω
Headword (normalized/stripped):
προαναγω
IDX:
72857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72858
Key:
Data
{'content': 'to lead up before'}