Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαμέλγω
προαμυνομαι
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
προαναθρέω
προαναθρῴσκω
View word page
προαναγκάζω
compel beforehand

ShortDef

compel beforehand

Debugging

Headword:
προαναγκάζω
Headword (normalized):
προαναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
προαναγκαζω
IDX:
72854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72855
Key:

Data

{'content': 'compel beforehand'}