Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμυνομαι
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
προαναγράφω
προαναγυμνάζω
προανάγω
προαναδίδωμι
προαναζέω
προαναζωγραφέω
προαναθερμαίνω
προαναθλίβω
View word page
προαναγαργαρίζομαι
gargle beforehand

ShortDef

gargle beforehand

Debugging

Headword:
προαναγαργαρίζομαι
Headword (normalized):
προαναγαργαρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προαναγαργαριζομαι
IDX:
72852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72853
Key:

Data

{'content': 'gargle beforehand'}