Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προακτέον
προακτικός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προάλλομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμέλγω
προαμυνομαι
προαμύνομαι
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προαναβλέπω
προαναβοάω
προαναβολή
προαναγαργαρίζομαι
προαναγιγνώσκω
προαναγκάζω
View word page
προαμέλγω
milk beforehand
ShortDef
milk beforehand
Debugging
Headword:
προαμέλγω
Headword (normalized):
προαμέλγω
Headword (normalized/stripped):
προαμελγω
IDX:
72844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72845
Key:
Data
{'content': 'milk beforehand'}