Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίσκομαι
προαλιώτης
προάλλομαι
προαμαρτάνω
View word page
προακούω
to hear beforehand

ShortDef

to hear beforehand

Debugging

Headword:
προακούω
Headword (normalized):
προακούω
Headword (normalized/stripped):
προακουω
IDX:
72832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72833
Key:

Data

{'content': 'to hear beforehand'}