Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προαλγέω
προαλείφω
προαλής
προαλίσκομαι
View word page
προακολουθέω
precede
ShortDef
precede
Debugging
Headword:
προακολουθέω
Headword (normalized):
προακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
προακολουθεω
IDX:
72829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72830
Key:
Data
{'content': 'precede'}