Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληστος
View word page
ἀνεπίκλιτος
unwavering
ShortDef
unwavering
Debugging
Headword:
ἀνεπίκλιτος
Headword (normalized):
ἀνεπίκλιτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικλιτος
IDX:
7282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7283
Key:
Data
{'content': 'unwavering'}