Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
προακούω
προακροβολίζομαι
προακτέον
προακτικός
προαλγέω
View word page
προαιτιάομαι
to accuse beforehand

ShortDef

to accuse beforehand

Debugging

Headword:
προαιτιάομαι
Headword (normalized):
προαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προαιτιαομαι
IDX:
72826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72827
Key:

Data

{'content': 'to accuse beforehand'}