Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρετέος
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
προακονάω
προακοντίζομαι
View word page
προαισθάνομαι
to perceive
ShortDef
to perceive
Debugging
Headword:
προαισθάνομαι
Headword (normalized):
προαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προαισθανομαι
IDX:
72821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72822
Key:
Data
{'content': 'to perceive'}