Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρετέος
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προαισυμνάω
προαιτέω
προαιτία
προαιτιάομαι
προαιώνιος
προακμάζω
προακολουθέω
View word page
προαιρέω
to bring forth; (mid.) to choose, to prefer

ShortDef

to bring forth; (mid.) to choose, to prefer

Debugging

Headword:
προαιρέω
Headword (normalized):
προαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προαιρεω
IDX:
72819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72820
Key:

Data

{'content': 'to bring forth; (mid.) to choose, to prefer'}