Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
ἀνεπικόρριστος
ἀνεπικούρητος
ἀνεπίκριτος
ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος
ἀνεπίλειπτος
ἀνεπίληπτος
View word page
ἀνεπίκλητος
unaccused, unblamed

ShortDef

unaccused, unblamed

Debugging

Headword:
ἀνεπίκλητος
Headword (normalized):
ἀνεπίκλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικλητος
IDX:
7281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7282
Key:

Data

{'content': 'unaccused, unblamed'}