Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρετέος
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαίρω
προαισθάνομαι
View word page
προαικίζομαι
maltreat beforehand

ShortDef

maltreat beforehand

Debugging

Headword:
προαικίζομαι
Headword (normalized):
προαικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προαικιζομαι
IDX:
72811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72812
Key:

Data

{'content': 'maltreat beforehand'}