Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρετέος
προαιρέτης
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
View word page
προαιδέομαι
to owe

ShortDef

to owe

Debugging

Headword:
προαιδέομαι
Headword (normalized):
προαιδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαιδεομαι
IDX:
72809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72810
Key:

Data

{'content': 'to owe'}