Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
προαιρετέος
προαιρέτης
προαιρετικός
View word page
προαθρέω
foresee

ShortDef

foresee

Debugging

Headword:
προαθρέω
Headword (normalized):
προαθρέω
Headword (normalized/stripped):
προαθρεω
IDX:
72807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72808
Key:

Data

{'content': 'foresee'}