Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
προαιρετέον
View word page
προαδυνατέω
to be already very weak

ShortDef

to be already very weak

Debugging

Headword:
προαδυνατέω
Headword (normalized):
προαδυνατέω
Headword (normalized/stripped):
προαδυνατεω
IDX:
72804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72805
Key:

Data

{'content': 'to be already very weak'}