Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
προαίρεσις
View word page
προαδικέω
to be the first in wronging

ShortDef

to be the first in wronging

Debugging

Headword:
προαδικέω
Headword (normalized):
προαδικέω
Headword (normalized/stripped):
προαδικεω
IDX:
72803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72804
Key:

Data

{'content': 'to be the first in wronging'}