Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
προαθροίζω
προαιδέομαι
πρόαιθρον
προαικίζομαι
προαινίσσομαι
View word page
προαγωνιστής
one who fights for

ShortDef

one who fights for

Debugging

Headword:
προαγωνιστής
Headword (normalized):
προαγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
προαγωνιστης
IDX:
72802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72803
Key:

Data

{'content': 'one who fights for'}