Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
View word page
ἀγρίδιον
dim. of ἀγρός: small field
ShortDef
dim. of ἀγρός: small field
Debugging
Headword:
ἀγρίδιον
Headword (normalized):
ἀγρίδιον
Headword (normalized/stripped):
αγριδιον
IDX:
727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-728
Key:
Data
{'content': 'dim. of ἀγρός: small field'}