Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
προαθρέω
View word page
προαγωγός
one who leads on: a pander, pimp, procurer
ShortDef
one who leads on: a pander, pimp, procurer
Debugging
Headword:
προαγωγός
Headword (normalized):
προαγωγός
Headword (normalized/stripped):
προαγωγος
IDX:
72797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72798
Key:
Data
{'content': 'one who leads on: a pander, pimp, procurer'}