Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
προαθετέω
View word page
προαγωγία
skilful in pandering

ShortDef

skilful in pandering

Debugging

Headword:
προαγωγία
Headword (normalized):
προαγωγία
Headword (normalized/stripped):
προαγωγια
IDX:
72796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72797
Key:

Data

{'content': 'skilful in pandering'}