Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
προᾴδω
View word page
προαγωγή
a leading on, promotion, rank, eminence
ShortDef
a leading on, promotion, rank, eminence
Debugging
Headword:
προαγωγή
Headword (normalized):
προαγωγή
Headword (normalized/stripped):
προαγωγη
IDX:
72795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72796
Key:
Data
{'content': 'a leading on, promotion, rank, eminence'}