Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
προαδυνατέω
View word page
προαγωγεύω
to prostitute

ShortDef

to prostitute

Debugging

Headword:
προαγωγεύω
Headword (normalized):
προαγωγεύω
Headword (normalized/stripped):
προαγωγευω
IDX:
72794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72795
Key:

Data

{'content': 'to prostitute'}