Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
προαδικέω
View word page
προαγωγεία
pandering, procuring

ShortDef

pandering, procuring

Debugging

Headword:
προαγωγεία
Headword (normalized):
προαγωγεία
Headword (normalized/stripped):
προαγωγεια
IDX:
72793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72794
Key:

Data

{'content': 'pandering, procuring'}