Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
προαγώνισμα
προαγωνιστέον
προαγωνιστής
View word page
προάγω
to lead forward, on, onward

ShortDef

to lead forward, on, onward

Debugging

Headword:
προάγω
Headword (normalized):
προάγω
Headword (normalized/stripped):
προαγω
IDX:
72792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72793
Key:

Data

{'content': 'to lead forward, on, onward'}