Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγνοέω
προάγνυμι
προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
προαγωγεία
προαγωγεύω
προαγωγή
προαγωγία
προαγωγός
προαγών
προαγωνίζομαι
View word page
προαγορεύω
to tell beforehand

ShortDef

to tell beforehand

Debugging

Headword:
προαγορεύω
Headword (normalized):
προαγορεύω
Headword (normalized/stripped):
προαγορευω
IDX:
72789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72790
Key:

Data

{'content': 'to tell beforehand'}