Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγκτηριάζω
προάγνευσις
προαγνεύω
προαγνοέω
προάγνυμι
προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
προάγω
View word page
προαγορανομέω
to be ἀγορανόμος (aedile) before

ShortDef

to be ἀγορανόμος (aedile) before

Debugging

Headword:
προαγορανομέω
Headword (normalized):
προαγορανομέω
Headword (normalized/stripped):
προαγορανομεω
IDX:
72782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72783
Key:

Data

{'content': 'to be ἀγορανόμος (aedile) before'}