Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγκτηριάζω
προάγνευσις
προαγνεύω
προαγνοέω
προάγνυμι
προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
προαγρέω
προαγρυπνέω
View word page
προαγοράζω
buy beforehand, forestall
ShortDef
buy beforehand, forestall
Debugging
Headword:
προαγοράζω
Headword (normalized):
προαγοράζω
Headword (normalized/stripped):
προαγοραζω
IDX:
72781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72782
Key:
Data
{'content': 'buy beforehand, forestall'}