Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγκτηριάζω
προάγνευσις
προαγνεύω
προαγνοέω
προάγνυμι
προαγοράζω
προαγορανομέω
προαγοραστής
προαγόρευμα
προαγόρευσις
προαγορευτέον
προαγορευτής
προαγορευτικός
προαγορεύω
View word page
προαγνοέω
to be ignorant of before

ShortDef

to be ignorant of before

Debugging

Headword:
προαγνοέω
Headword (normalized):
προαγνοέω
Headword (normalized/stripped):
προαγνοεω
IDX:
72779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72780
Key:

Data

{'content': 'to be ignorant of before'}