Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγκτηριάζω
προάγνευσις
προαγνεύω
προαγνοέω
View word page
πρίωσις
sawing

ShortDef

sawing

Debugging

Headword:
πρίωσις
Headword (normalized):
πρίωσις
Headword (normalized/stripped):
πριωσις
IDX:
72769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72770
Key:

Data

{'content': 'sawing'}