Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
προάγγελος
προάγγελσις
προαγκτηριάζω
View word page
πρίω
to saw
ShortDef
to saw
Debugging
Headword:
πρίω
Headword (normalized):
πρίω
Headword (normalized/stripped):
πριω
IDX:
72766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72767
Key:
Data
{'content': 'to saw'}