Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
προάγγελμα
View word page
πριστινάριος
pistrinarius, miller

ShortDef

pistrinarius, miller

Debugging

Headword:
πριστινάριος
Headword (normalized):
πριστινάριος
Headword (normalized/stripped):
πριστιναριος
IDX:
72763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72764
Key:

Data

{'content': 'pistrinarius, miller'}