Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
πρό
προαγγελία
προαγγέλλω
View word page
πριστικός
of or for sawing

ShortDef

of or for sawing

Debugging

Headword:
πριστικός
Headword (normalized):
πριστικός
Headword (normalized/stripped):
πριστικος
IDX:
72762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72763
Key:

Data

{'content': 'of or for sawing'}