Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
πρό
View word page
πριστηροειδής
like a saw

ShortDef

like a saw

Debugging

Headword:
πριστηροειδής
Headword (normalized):
πριστηροειδής
Headword (normalized/stripped):
πριστηροειδης
IDX:
72760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72761
Key:

Data

{'content': 'like a saw'}