Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
πρίωσις
View word page
πριστήρ
a saw

ShortDef

a saw

Debugging

Headword:
πριστήρ
Headword (normalized):
πριστήρ
Headword (normalized/stripped):
πριστηρ
IDX:
72759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72760
Key:

Data

{'content': 'a saw'}