Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
πρίων
πρίων2
View word page
πρισμός
gripping tightly

ShortDef

gripping tightly

Debugging

Headword:
πρισμός
Headword (normalized):
πρισμός
Headword (normalized/stripped):
πρισμος
IDX:
72758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72759
Key:

Data

{'content': 'gripping tightly'}